- ιξευτήριος
- ἰξευτήριος, -ία, -ον (Α) [ιξευτήρ]1. ο ιξευτικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριοντο κυνήγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰξευτηρίας — ἰξευτηρίᾱς , ἰξευτήριος like birdlime fem acc pl ἰξευτηρίᾱς , ἰξευτήριος like birdlime fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)